manual | |
gen. | χειροκίνητη; χειροκίνητο; χειροκίνητος |
-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
εγχειρίδιο n | |||
| |||
χειροκίνητη; χειροκίνητο; χειροκίνητος | |||
English thesaurus | |||
| |||
m | |||
man; mn; mnl |
manual : 363 phrases in 42 subjects |