manual | |
gen. | χειροκίνητη; χειροκίνητο; χειροκίνητος |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
εγχειρίδιο n | |||
| |||
χειροκίνητη; χειροκίνητο; χειροκίνητος | |||
English thesaurus | |||
| |||
m | |||
man; mn; mnl |
manual : 363 phrases in 42 subjects |