| |||
υπάλληλος διεύθυνσης; στέλεχος επιχείρησης | |||
διοικητικό στέλεχος; διευθυντής μιας επιχείρησης | |||
διοικητικό στέλεχος - | |||
προïστάμενος αγροτικών επιχειρήσεων | |||
αρχηγός m; διαχειριστής m; διευθυντής m; επιστάτης m; επόπτης m; μάνατζερ m; προϊστάμενος m | |||
| |||
διοικητής | |||
English thesaurus | |||
| |||
man; mngr |
manager : 234 phrases in 29 subjects |