magnetic abbr. | |
gen. | μαγνητική; μαγνητικό; μαγνητικός |
code abbr. | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
μαγνητική; μαγνητικό; μαγνητικός m | |||
English thesaurus | |||
| |||
mag | |||
susceptibility | |||
magn |
magnetic : 717 phrases in 29 subjects |