modelling | |
environ. | προτυποποίηση/κατάρτιση; προτυποποίηση/κατάρτιση μοντέλου |
health. nat.sc. | γενετική πρώϊμη διάγνωση; κατάρτιση μοντέλων |
med. | διαμόρφωση; μίμηση προτύπου; δημιουργία μοντέλου; πλάσιμο προτύπου; μοντελοποίηση |
R&D. | ανάπτυξη μοντέλων |
macrostructural : 1 phrase in 1 subject |
Metallurgy | 1 |