longitudinal | |
agric. | κατά μήκος |
med. | επιμήκης |
stringer | |
gen. | γραμμή εγκλεισμάτων |
agric. | συνοχεύς,αμφιδέτης |
construct. | σκαλομέρι; δοκός ζεύξεως; κλιμακόπλευρο; μηκίδα |
met. | εγκλείσματα σε μορφή συνεχούς γραμμής |
nucl.phys. | δέσμη στοιχείων πυρηνικού καυσίμου |
| |||
κατά μήκος | |||
επιμήκης | |||
διαμήκης δοκίδα | |||
English thesaurus | |||
| |||
longl | |||
long. |
longitudinal : 292 phrases in 24 subjects |