conversion abbr. | |
fin. | ανταλλαγή |
forestr. | επεξεργασία; μορφοποίηση; εναλλαγή,μετασχηματισμός,μεταστροφή; μετατροπή,μετασχηματισμός; κατεργασία |
industr. construct. | πρίσις |
law agric. | οικειοποίηση |
law lab.law. | μετατροπή επαγγελματικής ειδίκευσης |
med. | μετατροπή |
English thesaurus | |||
| |||
LTP |
logical to physical : 1 phrase in 1 subject |
Information technology | 1 |