lodge | |
agric. | γέρνω; πέφτω; πλαγιάζω |
lodging | |
agric. | κλίση σταχυών προς την γη; πλάγιασμα |
demogr. mun.plan. | διανομή |
environ. | παροχή καταλύματος; κατάλυμα; προσωρινή διαμονή; στέγαση |
summary declaration | |
cust. | συνοπτική διασάφηση |
| |||
κλίση σταχυών προς την γη; πλάγιασμα | |||
διανομή | |||
παροχή καταλύματος/κατάλυμα/στέγαση/προσωρινή διαμονή | |||
στέγαση | |||
| |||
γέρνω; πέφτω; πλαγιάζω; παγιδεύω | |||
σκαλώνω | |||
| |||
παροχή καταλύματος; κατάλυμα; προσωρινή διαμονή; στέγαση | |||
| |||
υποβάλλω | |||
English thesaurus | |||
| |||
ldg |
lodging : 43 phrases in 13 subjects |