local loop | |
commun. | συνδρομητική γραμμή; συνδρομητικός βρόχος |
-service | |
econ. IT | υπηρεσία |
service | |
gen. | κλάδος; συντηρώ; τελετή |
commun. | τηλεπικοινωνιακή υπηρεσία' υπηρεσία |
comp., MS | υπηρεσία |
earth.sc. mech.eng. | συντήρηση |
econ. | υπηρεσία |
econ. commer. construct. | υπηρεσίες |
law | επιδόσεις |
| |||
συνδρομητική γραμμή; συνδρομητικός βρόχος | |||
τοπικός βρόχος |
local loop : 21 phrases in 3 subjects |
Communications | 16 |
Finances | 1 |
Marketing | 4 |