local loop | |
commun. | συνδρομητική γραμμή; συνδρομητικός βρόχος |
infrastructure | |
construct. | επακόλουθα έργα υποδομής; πρόσθετα έργα υποδομής; υποδομή; υπολειπόμενα έργα υποδομής |
| |||
συνδρομητική γραμμή; συνδρομητικός βρόχος | |||
τοπικός βρόχος |
local loop : 21 phrases in 3 subjects |
Communications | 16 |
Finances | 1 |
Marketing | 4 |