linked | |
med. | συνδεδεμένος; συνδεμένος |
compressor | |
gen. | συμπιεστής |
astronaut. transp. | Συμπιεστής |
el. | συστολέας |
environ. | συμπιεστής |
industr. | μηχανοκίνητος αεροσυμπιεστής |
med. | συμπιεστική συσκευή; συμπιεσόμετρο; πιεστήριος μυς; σφιγκτήρ μυς |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
expander | |
agric. construct. | στραγγιστική οβίδα; κυλινδρικό δόντι |
chem. | ελαστικό μανδρέν |
el. | διαστολέας |
industr. construct. mech.eng. | αεροσυμπιεστής επισώτρου |
med. | διατατής |
| |||
συνδεδεμένος; συνδεμένος |
linked : 232 phrases in 29 subjects |