linear | |
gen. | γραμμική; γραμμικό |
selector | |
gen. | διάταξη επιλογής |
agric. | επιλογέας κόκκων; διαχωριστήρας κόκκων |
comp., MS | επιλογέας |
earth.sc. tech. | επιλογέας παλμών |
el. | διακόπτης επιλογής; ράβδος συγκράτησης; διακόπτης αναστροφής; κατακόρυφη ράβδος |
| |||
γραμμική; γραμμικό | |||
γραμμικός; γραμμοειδής | |||
English thesaurus | |||
| |||
lin | |||
l.; lin. | |||
| |||
Lincoln Near Earth Asteroid Research |
linear : 439 phrases in 34 subjects |