linear | |
gen. | γραμμική; γραμμικό |
configuration | |
IT tech. | διάρθρωση; διάταξη; συγκρότηση; σύνθεση |
life.sc. | πλανητικές προδιαγραφές |
life.sc. chem. | διάταξη ατόμων στο μόριο |
math. | δειγματοληψία πλέγματος |
med. | στερεοδιάταξη; διαμόρφωση |
| |||
γραμμική; γραμμικό | |||
γραμμικός; γραμμοειδής | |||
English thesaurus | |||
| |||
lin | |||
l.; lin. | |||
| |||
Lincoln Near Earth Asteroid Research |
linear : 439 phrases in 34 subjects |