linear | |
gen. | γραμμική; γραμμικό |
circuit | |
commun. | κύκλωμα' τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα |
el. | τριφασική γραμμή μεταφοράς |
IT | τηλεπικοινωνιακή οδός; τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα; τηλεπικοινωνιακός φορέας |
| |||
γραμμική; γραμμικό | |||
γραμμικός; γραμμοειδής | |||
English thesaurus | |||
| |||
lin | |||
l.; lin. | |||
| |||
Lincoln Near Earth Asteroid Research |
linear : 439 phrases in 34 subjects |