line termination | |
commun. | απόληξη της γραμμής στο κέντρο |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
απόληξη της γραμμής στο κέντρο | |||
English thesaurus | |||
| |||
LT (ADSL) |
line termination : 2 phrases in 1 subject |
Electronics | 2 |