licker-in | |
tech. industr. construct. | κόφτης λαναριού |
roller | |
agric. | κύλινδρος του ζυμωτηρίου |
earth.sc. | αναρρηγνυόμενο κύμα; αντιμάμαλο; εκχυνόμενο κύμα |
industr. | έλαστρο |
lab.law. | ελασματουργός θερμής ελάσεως; χειριστής ελάστρου ξεχονδρίσματος; χειριστής τελικών ελάστρων |
textile | αντίο |
| |||
κόφτης λαναριού |
licker-in : 3 phrases in 1 subject |
Technology | 3 |