liabilities | |
fin. account. | καταθέσεις και δανειακα κεφάλαια |
insur. | παθητικόν |
stat. commun. IT | προδιάθεση |
liability | |
econ. | ευθύνη |
fin. | χρέος; επισφαλής απαίτηση |
fin. account. | παθητικό; στοιχείο του παθητικού; το παθητικό |
law | υπαιτιότητα |
reduce | |
gen. | ανάγω; μειώνω; ελαττώνω; χαμηλώνω |
fin. polit. | απλούστευση |
exercise | |
gen. | ασκούμαι; άσκηση; ασκώ; εξασκώ |
fin. | άσκηση οψιόν; εξάσκηση |
| |||
υποχρέωση f | |||
προδιάθεση f | |||
ευθύνη f | |||
χρέος n; επισφαλής απαίτηση; πιστωτικός λογαριασμός; πληρωτέο χρέος | |||
παθητικό n; στοιχείο του παθητικού; το παθητικό | |||
υπαιτιότητα f; αρμοδιότητα f; ενοχή f; ευθύvη | |||
αστική ευθύνη | |||
| |||
παθητικό n | |||
στοιχεία του παθητικού υποχρεώσεις | |||
αδρανείς αξίες; παθητικές αξίες | |||
καταθέσεις και δανειακα κεφάλαια | |||
παθητικόν | |||
προδιάθεση f | |||
| |||
ενοχή f | |||
English thesaurus | |||
| |||
something that works to one’s disadvantage | |||
| |||
Legal debts and obligations |
liability : 415 phrases in 32 subjects |