level | |
construct. | πάτωμα; όροφος |
el. | βήμα ανύψωσης |
IT | επίπεδος |
life.sc. | αλφάδι |
mech.eng. | στάθμη με φυσαλλίδα αέρα |
med. | στάθμη; επίπεδο |
met. | συνεπιπεδώνω |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
επίπεδο (The name of a set of members in a dimension hierarchy such that all members of the set are at the same distance from the root of the hierarchy. For example, a time hierarchy may contain the levels Year, Month, and Day) | |||
πάτωμα f; όροφος m | |||
βήμα ανύψωσης | |||
επίπεδος | |||
αλφάδι | |||
στάθμη με φυσαλλίδα αέρα; αλφάδι με φυσαλλίδα αέρα | |||
στάθμη; επίπεδο | |||
χωροβάτης m | |||
| |||
συνεπιπεδώνω | |||
ισοπεδώνω | |||
| |||
ισοπέδωση | |||
εξομάλυνση του εδάφους | |||
στάθμιση | |||
στρώσιμο | |||
ισοστάθμιση | |||
χωροστάθμηση; χωροστάθμιση | |||
εξομάλυνση επιφανείας |
level : 2002 phrases in 59 subjects |