leak | |
agric. | υγρή σήψη των κονδύλων προκαλούμενη υπό του pythium ultimum |
earth.sc. mech.eng. | διαρροή |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
loop test | |
commun. tech. | δοκιμή τηλεφώνου με τη μέθοδο του κλειστού κυκλώματος |
| |||
υγρή σήψη των κονδύλων προκαλούμενη υπό του pythium ultimum | |||
διαρροή f | |||
οπή διαρροής; οπή εισροής | |||
English thesaurus | |||
| |||
lk | |||
| |||
Leak X Environmental Corporation | |||
| |||
leak detection |
leak : 102 phrases in 19 subjects |