lattice abbr. | |
chem. met. | πλέγμα |
mater.sc. construct. | άτρακτος; σκελετός |
sampling abbr. | |
econ. account. | δειγματoληψία; ελεγκτική δειγματοληψία |
environ. | δειγματοληψία |
med. | δειγματοληψία |
| |||
άτρακτος m | |||
δικτυωτό m; κρυσταλλικό πλέγμα; δικτύωμα f | |||
| |||
πλέγμα | |||
σκελετός |
lattice : 156 phrases in 15 subjects |