large scale | |
chem. | μεγάλη κλίμακα |
Computer | |
comp., MS | Υπολογιστής |
computer | |
econ. | ηλεκτρονικός υπολογιστής |
IT | υπολογιστής; ηλεχτρονικός υπολογιστής |
IT tech. | υπολογιστής αποθηκευμένου προγράμματος |
| |||
μεγάλη κλίμακα | |||
English thesaurus | |||
| |||
LS |
large-scale : 47 phrases in 18 subjects |