key enciphering key | |
IT | βασική κλείδα; βασικό κλειδί |
identifier | |
commun. | ταυτότητα; αναγνωριστική μονάδα |
commun. IT | αναγνωριστικό ' αναγνωριστής |
comp., MS | αναγνωριστικό |
IT | αναγνωριστικό; κλειδί; αναγνωριστής |
work.fl. | ταυτιστής |
work.fl. gen. | προσδιορισμός; προσδιοριστής |
| |||
βασική κλείδα; βασικό κλειδί |
key enciphering key : 2 phrases in 1 subject |
Finances | 2 |