jurisdiction | |
econ. | αρμοδιότητα των δικαστηρίων |
environ. | δικαιοδοσία; αρμοδιότητα; δωσιδικία |
law | δικαιοδοσία |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
αρμοδιότητα των δικαστηρίων | |||
δικαιοδοσία f | |||
αρμόδιo δικαστήριo, δικαιoδoσία; δικαιοδοσία/αρμοδιότητα/δωσιδικία f | |||
| |||
δικαιοδοσία f; αρμοδιότητα f; δωσιδικία f | |||
English thesaurus | |||
| |||
juris | |||
legal authority of a court to hear and decide a case, range of authority in administering justice; The legal authority of a court to hear and decide a case; The geographic area over which the court has authority to decide cases; the territory, subject matter, or persons over which lawful authority may be exercised by a court | |||
jurisd. |
jurisdiction : 224 phrases in 18 subjects |