issue | |
gen. | κοινότητα καταγωγής; εκδίδω |
commun. | έντυπο; τεύχος; διαφορετική έκδοση |
fin. | έκδοση |
value | |
gen. | εκτιμώ |
busin. labor.org. account. | αποτίμηση; αποτιμώ; εφαρμόζω την τρέχουσα αξία |
comp., MS | τιμή |
med. | αξία; τιμή |
scient. el. | στιγμιαία τιμή |
| |||
εκδίδω f | |||
| |||
κοινότητα καταγωγής | |||
έντυπο; τεύχος; διαφορετική έκδοση | |||
έκδοση | |||
έκδοση κινητών αξιών; έκδοση τίτλων | |||
English thesaurus | |||
| |||
1) The disputed point in a disagreement between parties in a lawsuit. 2) To send out officially, as when a court issues an order | |||
iss | |||
| |||
information system and software update environment |
issue : 366 phrases in 22 subjects |