invert | |
comp., MS | αντιστρέφω |
construct. | πυθμήν |
med. | αναστρέφω ανέστρεψα |
transp. | δάπεδο δεξαμενής |
transp. construct. | κοιτόστρωση ανεστραμένου τόξου; δάπεδο; κοιτόστρωση; πυθμένας |
inverted | |
med. | ανεστραμμένος; αναποδογυρισμένος |
List | |
comp., MS | Λίστα |
list | |
comp., MS | λίστα |
industr. construct. | παρυφή |
listing | |
agric. | αυλάκωσις κατά τας ισοϋψείς |
fin. | καθορισμός τιμής; εισαγωγή χρεωγράφου στο χρηματιστήριο; καθορισμός τιμής στο χρηματιστήριο |
industr. construct. | ούγια |
structure | |
gen. | συγκροτώ |
comp., MS | δομή |
IT | δομή εγγράφου |
med. | δομή; συγκρότηση |
met. | δομή υλικού; ιστός |
transp. avia. | δομή αεροσκάφους; κέλυφος |
| |||
αντιστρέφω (To reverse something or change it to its opposite) | |||
πυθμήν | |||
αναστρέφω ανέστρεψα | |||
δάπεδο δεξαμενής | |||
κοιτόστρωση ανεστραμένου τόξου; δάπεδο; κοιτόστρωση; πυθμένας | |||
| |||
ανεστραμμένος; αναποδογυρισμένος | |||
ανεστραμένη μηχανή | |||
English thesaurus | |||
| |||
invertebrate | |||
| |||
A shape that has been rotated 180 degrees. Usually an inversion refers to something that has been flipped up-side-down. |
inverted : 122 phrases in 22 subjects |