inverse | |
med. | ανάποδος; αναστραμμένος; ανάστροφος |
sampling | |
econ. account. | δειγματoληψία; ελεγκτική δειγματοληψία |
environ. | δειγματοληψία |
med. | δειγματοληψία |
| |||
ανάποδος m; αναστραμμένος m; ανάστροφος m | |||
English thesaurus | |||
| |||
inv |
inverse : 129 phrases in 20 subjects |