intuition abbr. | |
med. | γνώση δια του υποσυνείδητου; διαίσθηση; ενόραση |
-function abbr. | |
IT | λειτουργία |
function abbr. | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
γνώση δια του υποσυνείδητου; διαίσθηση; ενόραση |
intuition : 1 phrase in 1 subject |
Medical | 1 |