introduction | |
commun. | εισαγωγή |
train | |
gen. | συρμός; γραμμή παραγωγής |
environ. | αμαξοστοιχία; συρμός; αμαξοστοιχία/συρμός |
industr. construct. | σύστημα τροχών |
mech.eng. | σύστημα οδοντοτροχών |
med. | εκγυμνάζω άλογο; εκπαιδεύω άλογο |
transp. | αμαξοστοιχία |
| |||
εισαγωγή (introductio) | |||
εισαγωγή στο χρηματιστήριο | |||
English thesaurus | |||
| |||
intro | |||
intr |
introduction : 64 phrases in 20 subjects |