interworking | |
commun. | διαλειτουργία; διασύνδεση; συνεργασία |
IT | διαλειτουργικότητα; συλλειτουργία; συνδυασμένη λειτουργία |
mech.eng. | λειτουργία με εναλλαγή |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
comp., MS | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
earth.sc. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
met. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
| |||
διαλειτουργία f (ΣΠ); διασύνδεση f | |||
διαλειτουργικότητα f; συλλειτουργία f | |||
| |||
συνεργασία | |||
συνδυασμένη λειτουργία | |||
λειτουργία με εναλλαγή | |||
διασυνεργασία | |||
English thesaurus | |||
| |||
Dialogue, exchanges between equipment from different manufacturers. (FRA) |
interworking : 31 phrases in 5 subjects |
Communications | 19 |
Education | 1 |
Electronics | 2 |
Information technology | 8 |
International trade | 1 |