interworking | |
commun. | διαλειτουργία; διασύνδεση; συνεργασία |
IT | διαλειτουργικότητα; συλλειτουργία; συνδυασμένη λειτουργία |
mech.eng. | λειτουργία με εναλλαγή |
between | |
gen. | στο μεταξύ |
user | |
gen. | χειριστής |
commun. | χρήστης; χρήστης του συστήματος σηματοδότησης κοινού καναλιού |
comp., MS | χρήστης |
users | |
commun. | χρήστης |
classing | |
work.fl. IT | διευθέτηση; ταξινόμηση |
of | |
gen. | από |
-service | |
econ. IT | υπηρεσία |
service | |
gen. | κλάδος; συντηρώ; τελετή |
commun. | τηλεπικοινωνιακή υπηρεσία' υπηρεσία |
comp., MS | υπηρεσία |
earth.sc. mech.eng. | συντήρηση |
econ. | υπηρεσία |
econ. commer. construct. | υπηρεσίες |
law | επιδόσεις |
| |||
διαλειτουργία f (ΣΠ); διασύνδεση f | |||
διαλειτουργικότητα f; συλλειτουργία f | |||
| |||
συνεργασία | |||
συνδυασμένη λειτουργία | |||
λειτουργία με εναλλαγή | |||
διασυνεργασία | |||
English thesaurus | |||
| |||
Dialogue, exchanges between equipment from different manufacturers. (FRA) |
interworking : 31 phrases in 5 subjects |
Communications | 19 |
Education | 1 |
Electronics | 2 |
Information technology | 8 |
International trade | 1 |