interstice abbr. | |
med. | μεσοκυττάριο διάστημα; μεσοκυττάριος χώρος; διάκενο; διάμεσος χώρος; μεσόχωρο; πόρος |
coverage abbr. | |
gen. | πληθυσμιακή κάλυψη |
agric. | ψεκασμός κάλυψης |
commun. | χώρος κάλυψης; κάλυψη εκπομπής |
el. | επιφάνεια κάλυψης δορυφόρου |
law | πεδίο εφαρμογής; όρια ισχύος |
math. | κάλυψη |
met. | βάρος απαιτούμενου υλικού ανά μονάδα επιφάνειας για τη δημιουργία στρώματος ορισμένου πάχους |
| |||
μεσοκυττάριο διάστημα; μεσοκυττάριος χώρος; διάκενο m; διάμεσος χώρος; μεσόχωρο; πόρος m |
interstice : 3 phrases in 2 subjects |
Communications | 2 |
Electronics | 1 |