internetwork | |
commun. | διαδίκτυο |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
comp., MS | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
earth.sc. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
met. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
| |||
διαδίκτυο n | |||
διαδικτύωση f (Two or more network segments connected by routers) |
internetwork : 7 phrases in 3 subjects |
Communications | 5 |
Electronics | 1 |
Microsoft | 1 |