internal abbr. | |
gen. | εσωτερική; εσωτερικό |
sorting abbr. | |
agric. industr. | γυάλισμα καλύμματος |
comp., MS | ταξινόμηση; ταξινόμηση |
environ. | διαχωρισμός |
industr. construct. | διαλέγω |
med. | διαλογή πρωτεϊνών; πρωτεϊνική ταξινόμηση; επιλογή; ταξινόμηση; διαλογή |
| |||
εσωτερική; εσωτερικό | |||
εσωτερικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
int | |||
int. |
internal : 851 phrases in 47 subjects |