internal | |
gen. | εσωτερική; εσωτερικό |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
comp., MS | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
earth.sc. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
met. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
| |||
εσωτερική; εσωτερικό | |||
εσωτερικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
int | |||
int. |
internal : 848 phrases in 47 subjects |