intermediate | |
gen. | ενδιάμεση; ενδιάμεσο |
agric. | Δένδρο μεσορόφου |
astronaut. transp. | σε ενδιάμεση θέση |
chem. | ενδιάμεσο προϊόν |
cultur. commun. | ενδιάμεσο αντίγραφο |
mech.eng. | ενδιάμεσος οδοντοτροχός |
administration | |
gen. | διοίκηση |
commun. | διοικητηριο |
ed. | διαχείριση |
environ. | διοίκηση; χορήγηση |
fin. | διοικητική λειτουργία |
IT | διοικητική αρχή |
law | διαχείριση της περιουσίας θανόντος |
| |||
μεσαίος; μεσιανός | |||
| |||
ενδιάμεση; ενδιάμεσο | |||
Δένδρο μεσορόφου | |||
σε ενδιάμεση θέση | |||
ενδιάμεσο προϊόν | |||
ενδιάμεσο αντίγραφο | |||
ενδιάμεσος οδοντοτροχός | |||
ενδιάμεσος | |||
English thesaurus | |||
| |||
inter.; intmed |
intermediate : 428 phrases in 39 subjects |