intermachine trunk | |
el. | διαβατική ζεύξη |
test | |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
testing | |
gen. | δοκιμές |
econ. | δοκιμή |
| |||
διαβατική ζεύξη |
intermachine trunk : 2 phrases in 1 subject |
Communications | 2 |