interference | |
gen. | παρέμβαση |
commun. | παρεμβολή |
econ. | επέμβαση στα εσωτερικά μιας χώρας |
med. | συμβολή; αντικυμάτωση |
with | |
gen. | με |
the | |
gen. | ή |
right | |
gen. | δεξιά; σωστά; σωστή; σωστό; σωστός; ορθό |
fin. | δικαίωμα προνομιακής αγοράς μετοχών; δικαίωμα προτίμησης |
rights | |
environ. | δικαιώματα; δικαιώματα |
| |||
παρέμβαση f | |||
συμβολή f; αντικυμάτωση f | |||
| |||
παρεμβολή | |||
επέμβαση στα εσωτερικά μιας χώρας | |||
παρεμπόδιση | |||
English thesaurus | |||
| |||
inf; intec; intrf | |||
interf |
interference : 380 phrases in 23 subjects |