interconnection | |
commun. | διαλειτουργία; διασυνεργασία |
earth.sc. el. | ενδοσύνδεση; σύζευξη |
el. | διασύνδεση; αλληλοσύνδεση |
energ.ind. | ενεργειακή διασύνδεση |
IT | δισταθής οπτική μονάδα; ενδοσύνδεση τσιπ |
law | διασύνδεση εθνικών δικαίων και κοινοτικού δικαίου |
technique | |
gen. | τεχνική |
| |||
διαλειτουργία (ΣΠ); διασυνεργασία | |||
ενδοσύνδεση; σύζευξη | |||
διασύνδεση; αλληλοσύνδεση | |||
ενεργειακή διασύνδεση | |||
διασύνδεση εθνικών δικαίων και κοινοτικού δικαίου | |||
σύνδεση; συνδυασμός | |||
| |||
δισταθής οπτική μονάδα; ενδοσύνδεση τσιπ | |||
English thesaurus | |||
| |||
intcon; intercon |
interconnection : 147 phrases in 17 subjects |