interconnection | |
commun. | διαλειτουργία; διασυνεργασία |
earth.sc. el. | ενδοσύνδεση; σύζευξη |
el. | διασύνδεση; αλληλοσύνδεση |
energ.ind. | ενεργειακή διασύνδεση |
IT | δισταθής οπτική μονάδα; ενδοσύνδεση τσιπ |
law | διασύνδεση εθνικών δικαίων και κοινοτικού δικαίου |
sequence | |
comp., MS | ακολουθία |
IT tech. | τάξη; σχηματίζω ακολουθία; ταξινομημένη ακολουθία |
life.sc. | αλληλουχία νουκλεοτιδίων |
med. | αλληλουχία; ακολουθία; σειρά; προσδιορίζω αλληλουχία προσδιόρισα |
sequencing | |
chem. | αλυσιδωτή διαδικασία |
| |||
διαλειτουργία (ΣΠ); διασυνεργασία | |||
ενδοσύνδεση; σύζευξη | |||
διασύνδεση; αλληλοσύνδεση | |||
ενεργειακή διασύνδεση | |||
διασύνδεση εθνικών δικαίων και κοινοτικού δικαίου | |||
σύνδεση; συνδυασμός | |||
| |||
δισταθής οπτική μονάδα; ενδοσύνδεση τσιπ | |||
English thesaurus | |||
| |||
intcon; intercon |
interconnection : 144 phrases in 16 subjects |