intercom | |
commun. | σύστημα ενδοεπικοινωνίας αεροσκάφους; ενδοεπικοινωνία αεροσκάφους; τηλέφωνο σκάφους |
mech.eng. construct. | εγκατάσταση ενδοσυνεννοήσεως |
blocking | |
chem. | φράξιμο |
industr. construct. chem. | Eπένδυση της λεκάνης του κλιβάνου |
industr. construct. met. | αναβρασμός; μπλοκάρισμα; πρόχειρη επισκευή; στερέωση του γυαλιού για επεξεργασία |
met. | κόλλημα; συγκόλληση |
nat.sc. industr. | εμπλοκή |
stat. commun. scient. | συμφόρηση |
| |||
σύστημα ενδοεπικοινωνίας αεροσκάφους; ενδοεπικοινωνία αεροσκάφους; τηλέφωνο σκάφους | |||
εγκατάσταση ενδοσυνεννοήσεως | |||
εγκατάσταση εσωτερικής επικοινωνίας; μεγάφωνο συνομιλίας από δύο πλευρές | |||
English thesaurus | |||
| |||
internal communication system | |||
INTC; INTCM | |||
intercommunications (в танке, самолёте) | |||
| |||
intercommunication system | |||
intercommunications | |||
Intercommunication | |||
| |||
intercommunication |
intercom : 14 phrases in 5 subjects |
Communications | 10 |
Electronics | 1 |
Information technology | 1 |
Medical | 1 |
Technology | 1 |