interception | |
agric. | παρακράτηση |
commun. | αναχαίτιση |
IT | σύλληψη |
law commun. | παρακολούθηση |
law crim.law. commun. | υποκλοπή |
life.sc. | υδατοσυγκράτησις υπό φυτοκαλύψεως |
order | |
construct. | ρυθμός |
earth.sc. transp. | τάξη ενός οπτικού στοιχείου |
environ. | εντολή/ένταλμα/διαταγή/παραγγελία/τάξη; τάξη |
fin. | εντολή για αγοραπωλησία μετοχικών τίτλων |
IT tech. | σχηματίζω ακολουθία; εντολή |
law | διάταξη; διοικητική εντολή |
nat.sc. | τάξις |
| |||
παρακράτηση f | |||
αναχαίτιση f | |||
σύλληψη f | |||
παρακολούθηση f | |||
υποκλοπή f | |||
υδατοσυγκράτησις υπό φυτοκαλύψεως | |||
απώλεια f | |||
English thesaurus | |||
| |||
intcp | |||
Reception, generally deliberate, of electromagnetic radiations by agents other than the recipients. (FRA) |
interception : 44 phrases in 14 subjects |