interception | |
agric. | παρακράτηση |
commun. | αναχαίτιση |
IT | σύλληψη |
law commun. | παρακολούθηση |
law crim.law. commun. | υποκλοπή |
life.sc. | υδατοσυγκράτησις υπό φυτοκαλύψεως |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
comp., MS | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
earth.sc. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
met. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
| |||
παρακράτηση f | |||
αναχαίτιση f | |||
σύλληψη f | |||
παρακολούθηση f | |||
υποκλοπή f | |||
υδατοσυγκράτησις υπό φυτοκαλύψεως | |||
απώλεια f | |||
English thesaurus | |||
| |||
intcp | |||
Reception, generally deliberate, of electromagnetic radiations by agents other than the recipients. (FRA) |
interception : 44 phrases in 14 subjects |