intensity | |
agric. construct. | βαθμός αρδευτικής αξιοποιήσεως |
cultur. life.sc. | καθαρότης |
earth.sc. | σεισμική ένταση |
-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
βαθμός αρδευτικής αξιοποιήσεως | |||
καθαρότης m | |||
ένταση f; σφοδρότητα f | |||
| |||
σεισμική ένταση | |||
English thesaurus | |||
| |||
int; inten; intst | |||
ints |
intensity : 204 phrases in 32 subjects |