integrate abbr. | |
gen. | εντάσσω |
logic gate abbr. | |
el. | λογική πύλη |
array abbr. | |
gen. | παράταξη |
comp., MS | πίνακας |
el. | διάταξη κεραιών; κατευθυντική κεραιοστοιχία; κεραιοστοιχία; στοιχειοκεραία |
circuit abbr. | |
commun. | κύκλωμα' τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα |
el. | τριφασική γραμμή μεταφοράς |
IT | τηλεπικοινωνιακή οδός; τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα; τηλεπικοινωνιακός φορέας |
| |||
εντάσσω | |||
| |||
ενιαία; ενιαίο; ενιαίος |
integrated : 633 phrases in 43 subjects |