integrate | |
gen. | εντάσσω |
Injection | |
gen. | Ενέσιμο |
injection | |
chem. | εισαγωγή δείγματος με έγχυση |
med. | ενέσιμο παρασκεύασμα; έγχυση; ένεση; ενιέμενη ουσία; ένεση των τριχοειδών; υπεραιμία των τριχοειδών |
logic | |
gen. | λογικές συναρτήσεις |
| |||
εντάσσω | |||
| |||
ενιαία; ενιαίο; ενιαίος |
integrated : 633 phrases in 43 subjects |