integrate | |
gen. | εντάσσω |
implementation | |
gen. | απολογισμός εφαρμογής |
commun. IT energ.ind. | μεταφορά σε εθνικό επίπεδο; μεταφορά σε εθνικό επίπεδο ενός ευρωπαϊκού προτύπου |
environ. | Εφαρμογή |
IT | υλοποίηση; υλοποίηση ενός συστήματος |
| |||
εντάσσω | |||
| |||
ενιαία; ενιαίο; ενιαίος |
integrated : 633 phrases in 43 subjects |