integrable | |
med. | ολοκληρώσιμος; ολοκληρωτός |
sensor | |
gen. | ανιχνευτήρας; αισθητήριο όργανο; όργανο αντιλήψεως; συλλέκτης |
chem. | κυψελίδα μετρήσεως |
environ. | αισθητήριο; ανιχνευτής; αισθητήριο |
mech.eng. | αισθητήριο |
med. | αισθητήρας |
| |||
ολοκληρώσιμος; ολοκληρωτός |
integrable : 2 phrases in 2 subjects |
Electronics | 1 |
Information technology | 1 |