intact stability abbr. | |
min.prod. tech. | άθικτη ασφάλεια |
code abbr. | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
άθικτη ασφάλεια |
intact stability : 9 phrases in 2 subjects |
Mineral products | 2 |
Transport | 7 |