insulating | |
transp. environ. | μονωτικό υλικό |
socket | |
chem. | προσαρμοσμένος δακτύλιος |
commun. | υποδοχή πρίζας; υποδοχή βύσματος |
life.sc. coal. | υποδοχή στερέωσης |
mech.eng. | τροχίσκος; υποδοχή; υποδοχή τρυπανιού; βάση; υποστήριγμα; κοίλωμα |
| |||
μονωτικό υλικό | |||
μόνωση | |||
English thesaurus | |||
| |||
ins. |
insulating : 126 phrases in 18 subjects |