insulating | |
transp. environ. | μονωτικό υλικό |
partition | |
gen. | διαχωριστικό πέτασμα; κινητός διαχωριστικός τοίχος |
agric. | διαχωρισμός |
comp., MS | διαμέρισμα |
construct. | πέτασμα; χώρισμα |
IT | διαμέριση |
IT tech. | τμήμα |
mech.eng. | τοίχωμα |
transp. | μπουλμπές |
| |||
μονωτικό υλικό | |||
μόνωση | |||
English thesaurus | |||
| |||
ins. |
insulating : 126 phrases in 18 subjects |